- ἄρους
- ἄρους· τὰ λιβάδια, Hsch. [full] ἀρόχεται· γλίχεται, ἐπιθυμεῖ, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρους — ἄρος use neut gen sg (attic epic doric) ἄ̱ρους , ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
Biblical Hebrew — Biblical Hebrew, Classical Hebrew שְֹפַת כְּנַעַן, יְהוּדִית, (לְשוֹן) עִבְרִית … Wikipedia
χλιαρούς — χλῑαρούς , χλιαρός warm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)